τοκάς

τοκάς
(I)
-άδος, ή, και κατά τον Ησύχ. λακων. τ. πληθ. τοκάδερ Α
(συν. για ζώο και σπάν. για πρόσ.)
1. αυτή που πρόκειται να γεννήσει, ετοιμόγεννη
2. αυτή που μόλις έχει γεννήσει («κύνες τοκάδες», Καλλ.)
3. γόνιμη, καρπερή
4. μητέρα («τοκάδα τὰν... Βάκχου», Ευρ.)
5. φρ. «τοκὰς κόνις» — πατρική γη, πατρίδα (Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. στολ-άς)].
————————
(II)
και τουκάς, ο, και τόκα, η, Ν
μεταλλική πόρπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. toka].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τοκάς — of fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκας — και τόκλας, ο, Ν στρογγυλή πέτρα που χρησιμοποιείται ως στόχος στο παιχνίδι αμάδες, αλλ. μπουλούκος, πλούκος, μπίτσος, μούτσος ή φίτσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. toccare «πιάνω, αγγίζω»] …   Dictionary of Greek

  • τοκάς — ο βλ. τόκα, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοκάδα — τοκάς of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκάδας — τοκάς of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκάδες — τοκάς of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκάδος — τοκάς of fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκάδων — τοκάς of fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Marios Tokas — (Μάριος Τόκας) Bust of Marios Tokas, in Nicosia Cyprus Background information Born June 8, 1954( …   Wikipedia

  • τοκάδα — η, Ν ο τοκάς (II). [ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. τοκάδ ες τού τοκάς (ΙΙ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”